συγκεκληρῶσθαι

συγκεκληρῶσθαι
συγκληρόω
join
perf inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκληρώ — όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος] 1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.) 2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής 3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον 4. κάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”